262
Εκδόσεις ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ – Βιολογία Θετικών Σπουδών
κατάλληλο ένζυμο, που αφαιρεί το ενδιάμεσο πεπτίδιο, μετατρέπεται σε
ινσουλίνη.
Β2.
Στο στάδιο της μετάφασης ο υψηλός βαθμός συσπείρωσης καθιστά τα
μεταφασικά χρωμοσώματα ευδιάκριτα και έτσι είναι εύκολο να
παρατηρηθούν με το οπτικό μικροσκόπιο. Κάθε φυσιολογικό μεταφασικό
χρωμόσωμα αποτελείται από δύο αδελφές χρωματίδες, οι οποίες
συγκρατούνται στο κεντρομερίδιο. Το κεντρομερίδιο «διαιρεί» κάθε
χρωματίδα σε δύο βραχίονες, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Τα μεταφασικά
χρωμοσώματα ενός κυττάρου διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και
ως προς τη θέση του κεντρομεριδίου. Τα χρωμοσώματα ταξινομούνται σε
ζεύγη κατά ελαττούμενο μέγεθος. Η απεικόνιση αυτή αποτελεί τον καρυότυπο.
Ο αριθμός και η μορφολογία των χρωμοσωμάτων είναι ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό κάθε είδους.
Β3.
Στον άνθρωπο υπάρχει ένα ζεύγος χρωμοσωμάτων, που ονομάζονται
φυλετικά και διαφέρουν ανάμεσα σε αρσενικά και θηλυκά άτομα. Τα
φυσιολογικά θηλυκά άτομα έχουν ένα ζεύγος όμοιων Χ χρωμοσωμάτων, ενώ
τα φυσιολογικά αρσενικά άτομα έχουν ένα Χ και ένα Υ χρωμόσωμα. Τα γονίδια
που βρίσκονται στο Χ χρωμόσωμα και δεν έχουν αλληλόμορφα στο Υ
ονομάζονται φυλοσύνδετα και ο τρόπος με τον οποίο κληρονομούνται
αναφέρεται ως φυλοσύνδετη κληρονομικότητα. Η κληρονομικότητα των
φυλοσύνδετων υπολειπόμενων γονιδίων ακολουθεί ένα εύκολα αναγνωρίσιμο
πρότυπο. Ένα υπολειπόμενο φυλοσύνδετο γονίδιο εκφράζεται φαινοτυπικά σε
όλα τα αρσενικά άτομα που φέρουν το γονίδιο και θα έχουν γονότυπο Χ
α
Υ
αλλά μόνο σε εκείνα τα θηλυκά που είναι ομόζυγα για το υπολειπόμενο
γονίδιο και θα έχουν γονότυπο Χ
α
Χ
α
. Συνεπώς, οι ασθένειες που ελέγχονται
από υπολειπόμενα φυλοσύνδετα γονίδια εμφανίζονται συχνότερα στα
αρσενικά άτομα και πάρα πολύ σπάνια στα θηλυκά άτομα.
Δίνεται το παρακάτω δίκλωνο μόριο DNA, που κωδικοποιεί ένα πεπτίδιο το
οποίο λειτουργεί ως ένζυμο. Στο μόριο αυτό συμβαίνει μετάλλαξη προσθήκης
τριών (3) διαδοχικών νουκλεοτιδίων (5΄-GAT-3΄).
ΘΕΜΑ Γ
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2011